ἀμφιβλήματα

ἀμφιβλήματα
ἀμφίβλημα
something thrown round
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιβλήματ' — ἀμφιβλήματα , ἀμφίβλημα something thrown round neut nom/voc/acc pl ἀμφιβλήματι , ἀμφίβλημα something thrown round neut dat sg ἀμφιβλήματε , ἀμφίβλημα something thrown round neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίβλημα — ἀμφίβλημα, το (Α) [αμφιβάλλω] 1. είδος ενδύματος, μανδύας, επενδύτης 2. περίφρακτος χώρος, στοά 3. φρ. «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», πανοπλία, πλήρης εξοπλισμός …   Dictionary of Greek

  • πάνοπλος — η, ο / πάνοπλος, ον, ΝΜΑ οπλισμένος με όλα τα όπλα του, αυτός που έχει όλο τον απαραίτητο οπλισμό για μια μάχη («πάνοπλος Ἀργείων στρατός», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. ο άριστα προετοιμασμένος για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης ή μιας περίστασης, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”